ψωμόλυσσα

ψωμόλυσσα
η, Ν
1. πολύ έντονη πείνα
2. πειναλέος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + λύσσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψωμόλυσσα — η 1. υπερβολική πείνα. 2. άνθρωπος πειναλέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”